Παρασκευή 23 Μαΐου 2014

Αντικατοπτρισμοί

15 χρονών παιδιά, πολύ μικρά για τα μεγάλα, πολύ μεγάλα για τα μικρά, ίσα που μας χώραγε το αμούστακο καλοκαίρι. Τα πρόωρα τακούνια έγερναν αδέξια την αφέλεια και δεξιά την επιτήδευση, μπάζοντας χαλίκια και άμμο στον γυμνό κοριτσόδρομο. Τα χάχανα προπορεύονταν βιαστικά, με την πονηρή διάθεση να επιστρέφει σαν ηχώ, απ 'το στόμα στο βλέμμα κι από εκεί κάπου αλλού.  

Στριμωχτήκαμε, σπρώξαμε, μετρηθήκαμε, όλες εκεί. Άντε, πότε θ' αρχίσει;
Μικρές πεταλίδες που θέλαν να πετάξουν, κολλήσαμε τα σώματα σε βράχο αναμονής. Το προαύλιο του σχολείου, νοτισμένο απ' τα κελεύσματα της θαλάσσιας αύρας, έτριζε τα δόντια του σα να 'χε φάει λεμόνι. Η πιο ανυπόμονη της παρέας είχε κάτσει στην άκρη του μυαλού της που πετάριζε δήθεν αδιάφορα προς την έξοδο κινδύνου. Το δεξί της μπράτσο, δεμένο στον κάβο της διπλανής της, έμοιαζε έτοιμο να ξεκολλήσει.
Μα τί ήρθαμε να κάνουμε; θα μας πάρει ο ύπνος. Πεινάω. Διψάω. Πάμε να φύγουμε.
Το μόνο που γνώριζα ήταν πως θα έπαιζε ένα μουσικό συγκρότημα. Τα "ποιος" και τα "τι" ήταν ερωτήσεις περιττές, χειμερινές, αποπνικτικές, σαν τα στενόχωρα ζιβάγκο.

Μια εύσωμη χαμογελαστή γυναίκα στάθηκε στο μέσον της σκηνής κι έκατσε κι η τελευταία σκόνη. Η ορχήστρα ξεχύθηκε στον αέρα κι από τους ήχους και τους στίχους γεννήθηκε ένας κόμπος που με έδεσε για πάντα, βυθίζοντας σαν άγκυρα τα τελευταία κομμάτια αφέλειας που επέπλεαν γύρω μου.                                              
Την επόμενη ώρα πάλευα στα αφρισμένα κύματα της μουσικής να συγκρατήσω όσους στίχους μπορούσα, μάταια. Είχα παρασυρθεί στον γύρο ενός άγνωστου, υπερπόντιου κόσμου. Με τράβηξαν κυριολεκτικά απ' τα μαλλιά για να επιστρέψω.
Πάμε να φύγουμε. Δεν ήταν ερώτηση. Δεν είχα κατάφαση.        
                
Τις ακολούθησα σιωπηλή το υπόλοιπο βράδυ, για να μην ξεχάσω. Ήθελα να τρέξω στο ημερολόγιό μου. Να του πω για τη Φάτα Μοργκάνα, τους πειρατές, το μαχαίρι και τον τυφώνα.
Κάτσαμε σε μια πιτσαρία, δίπλα στο κύμα που μουρμούριζε δίχως σκοπό. Δεν είχα όρεξη. Τρύπωνα γλάρους στο πλαστικό τραπεζομάντηλο, όταν την είδα με την άκρη του ματιού μου. Η Φάτα Μοργκάνα! και η μπάντα! έκατσαν στο διπλανό τραπέζι. Παρήγγειλα μια μακαρονάδα και κρεμάστηκα σα μούτσος απ' τα τεντωμένα ιστία των χειλιών τους, περιμένοντας να προδώσουν τους ήχους. Μάταια... Τους είχε καταβροχθίσει ο μικρόκοσμος του νησιού.

Κάτω απ' τα σκουριασμένα τσίνορα η ίσαλος γραμμή των ονείρων καταποντίστηκε από την άγρια πραγματικότητα.   
   
Το επόμενο μεσημέρι, με τον ήλιο να σβήνει τις τελευταίες σκιές της νύχτας, καθώς περίμενα στην αυλή τις μικρομέγαλες πεταλούδες να με φωνάξουν για να πάμε στην παραλία, κάποιος έπαιζε με τα κανάλια της τηλεόρασης στο εσωτερικό του σπιτιού. Σείστηκα. Όρμησα στο δωμάτιο. Στο τοπικό κανάλι είχε μαγνητοσκοπημένη τη συναυλία. Με τίτλους τραγουδιών, στιχουργών κι  ερμηνευτών αυτή τη φορά.  
Λυτρώθηκα. Καββαδίας. Το έγραψα νοερά στον τοίχο του μυαλού μου. Έδιωξα τις πεταλούδες με μια κίνηση που δεν άφηνε περιθώρια κι αφέθηκα.   

Πολλά χρόνια αργότερα, και λίγα πριν, ταξίδεψα πρώτη φορά στην Ύδρα. Οι φίλοι που με φιλοξενούσαν με ενημέρωσαν πως το βράδυ της άφιξής μου είχε μια συναυλία στην ταράτσα ενός μουσείου. Με το φεγγάρι να λούζει στεριά και θάλασσα, ο κόσμος του Καββαδία άστραψε στην υπαίθρια βραδιά, υπό την καθοδήγηση του Θάνου Μικρούτσικου και τη φωνή του Κούτρα. Κι ένοιωσα τα τακούνια μου να γέρνουν ξανά, λίγο αδέξια προς την αφέλεια, λίγο δεξιά προς την επιτήδευση. Δεν το ζόρισα.

 Έκτοτε, όποτε ακούω μελοποιημένους στίχους του Καββαδία, θυμάμαι γλυκά τη σκουριά του πυρετού που με έλουζε για χρόνια, όταν το φευγιό θέριευε μέσα μου κι ημέρευε μόνο στις στροφές της θάλασσας που ποτέ δε με δέχτηκε μα που πάντα με καλούσε.