Δευτέρα 9 Ιανουαρίου 2023

Shadows and fears

I was walking down the hall
In the house where love stood tall
Trying to sweep beneath my knots
All the dust and write a note.

Curling words upon the pane
Brought out memories in vain
Thick with time and grime to ponder
Molten tears blended with wonder.

Like a river made of fire
Burning images flow by
Some remind me foul and clear
Of the night you disappeared

First your shadow
Then your fear

Still the pain has stained the hall
And your memories behold
wounds that fester on the wall
Drip like moisture from a tomb.

Years abandoned by all hope
Drove me past another toll
Paid to seal all those untold
Worn like shield to mask what's torn.

Longing lost through yarns of darkness       
Brought you back, unfolding lapels             
Most remind me loud and clear
Of the day you disappeared

First your shadow
Then your fear.

Δευτέρα 8 Αυγούστου 2022

Στο αγαπημένο μου νησί...

 


Καλοκαίρι του '99. Απ' τα πρώτα σκλαβωμένα,  ενήλικα καλοκαίρια που φόρεσε ένα πλαίσιο απαίσιο και στενό, που δε σε άφηνε να πάρεις ανάσα, που οι διακοπές έγιναν διάλειμμα,  διάλυμα με αλατόνερο που ετσουζε τα μάτια και τις παιδικές πληγές των ανεμελων αναμνήσεων. 
Μια βδομάδα. Μόνο μια βδομάδα. Να δω το αγαπημένο μου νησί,  να κλάψω από ευτυχία, να διπλωθώ στην ζεστή αγκαλιά της αμμουδιάς, να απλωθώ στο κύμα σαν αφρός που ψιθυρίζει.
Καλοκαίρι του '99. Ήθελα να φύγω από την Αθήνα, να ξεχάσω πίσω την βαλίτσα με τα άπλυτα του μπλε χειμώνα, με τα μπλε χείλη και την μπλε καρδιά. Μπλε. Μπλιαχ. Αχ. Αχ.
Οι συναυλίες στο νησί είχαν έναν πολιτιστικό χαρακτήρα ...νησιωτικό. Από Νταλάρα μέχρι Γαϊτάνο και βγάλε. Εβλεπες τον κόσμο να σηκώνει χώμα με κάθε του βήμα, σε εκείνο τον ποταμό που ακολουθούσε στο σχόλασμα της μουσικής. Δεν είχε σημασία αν έμπαινες στον συναυλιακό χώρο.  Ο άνεμος σου έφερνε τις νότες όπου κι αν βρισκόσουν.
Μεταξύ μας, μόνο δυο φορές παρακολούθησα συναυλία στο νησί.  Μια, τους Ματζικ ντε Σπελ, πάνω σε μια ξύλινη εξέδρα,  και γύρω γύρω εμείς και το χώμα.  Πολύ χώμα.  Πολύ γαμάτοι αυτοί. Χτυπιόμασταν κι ας θέλαμε να κλάψουμε. Και μια, κατά τύχη,  μελοποιημένο Καββαδία. Μεγάλη αποκάλυψη εκείνη η βραδιά.  Έμελλε να με σημαδέψει.
Η τρίτη συναυλία, ναι υπήρξε και τρίτη τελικά, ήταν ένα τεράστιο δώρο, ήταν η δικαίωση του  Κοέλιο (λολ), ήταν η ευώδωση ευχών, η καλή μου τύχη, η η η κι εγώ δεν ξέρω τι.
Όταν έφτασα στην Λήμνο,  το καλοκαίρι του '99, με άδειες βαλίτσες και μια σαράβαλο καρδιά, έπεσε το μάτι μου στο πρόγραμμα με τις εκδηλώσεις του καλοκαιριού. 
Πάγωσα.  Κοκκαλωσα. Φούντωσα. Ιδρωσα.
Διάφανα Κρίνα. Δυο μέρες μετά την αναχώρησή μου. Γήπεδο Μύρινας.
Έπεσα να πεθάνω. Παραμιλούσα για μέρες.  Ποια μοίρα επαιζε τόσο τραγικό παιχνίδι πάνω στους κύκλους της τρυπιας μου καρδιάς;
Τί ποσοστό ήταν η πιθανότητα να παίξουν τα ΔΚ στο αγαπημένο μου νησί που έτσι γερά πατούσα; να έχω δυο αγάπες ταυτόχρονα και να είμαι δοσμένη χωρίς να σπάω στα δυο;
Η ίδια μοίρα που έπαιζε για δυο, έστρωσε ένα μεταξένιο πέπλο και κάλυψε με αχλή τον ορίζοντα,  χάλασε το πλοίο που θα με έπαιρνε μακριά,  και παρέμεινα στο νησί.
Και πήγα στην συναυλία.  Με τα ΔΚ. Με το χώμα.  Πάντα με το χώμα να σηκώνεται ως το ερκος των χειλιών. Και ήθελα να σβήσω εκεί,  να χαθώ, απόλυτα ευτυχισμένη και δυστυχισμένη ταυτόχρονα. Νομίζω πως πρέπει να είχα γείρει το κεφάλι και τα βλέφαρα.  Να τους έβλεπα σαν σε όνειρο, που παιζαν μόνο για μένα.  Έπαιζαν μόνο για μένα.  Κανένα άλλο σχολιαρούδι που χτυπιόταν στο χώμα παρακεί δεν μπορούσε να λύσει  τον κόμπο που είχε σφραγίσει τον λαιμό μου, λίγο πιο κάτω από μια εσωτερική ικανοποίηση, περηφάνια, τρέλα που με έλουζε όταν άκουγα τους αγαπημένους μου να παίζουν μόνο για μένα. Στο αγαπημένο μου νησί. Βάλτε να πιούμε! 

Κυριακή 6 Μαρτίου 2022

Μεγαλώνοντας στην σωστή πλευρά της ιστορίας...

 Το 1990/1 ήταν ένα έτος αποκάλυψης για μένα. Διψούσα για κόσμο. Κι όταν λέω κόσμο, δεν εννοώ κοσμοπλημμύρα, συνάθροιση, λαοθάλασσα, αλλά τον πλανήτη ολόκληρο και ίσως παραπέρα. Διότι ακόμα και στα 13 μου, το όνειρο του κοσμοναύτη δεν είχε τσαλακωθεί τόσο ώστε να μην αναγνωρίζεται. Στην προσπάθειά μου να εξαλείψω την μητρική μου γλώσσα από το default, και χάρη στο ύψιστο δώρο της τεχνολογίας που μας έφερε την δορυφορική τηλεόραση, ξυπνούσα κάθε μέρα στις 5 και συντονιζόμουν στο CNN. Μάθαινα να ξεχνάω τα ελληνικά, έλεγα στον εαυτό μου. Παρακολουθούσα τους δείκτες του χρηματιστηρίου, κρατώντας σημειώσεις, λες και θα μου χρησίμευε σε κάτι στο μέλλον, τις κορυφές του πετρελαίου, την αθέατη πλευρά μιας καθημερινότητας που ζωντάνευε όταν εγώ κοιμόμουν... Μα αυτό που με στοίχειωσε, που με τράβαγε από τις πυτζάμες κάθε νύχτα και με έσερνε μέχρι την τηλεόραση, ήταν τα επεισόδια του πολέμου στον Κόλπο. Το γεγονός ότι παρακολουθούσα σχεδόν ζωντανά έναν μαινόμενο πόλεμο, ήταν κάτι σαν κακό ναρκωτικό. Είχε κάτι ξεσηκωτικό και ταυτόχρονα κάτι πολύ εξαντλητικό για την άγουρη σάρκα μου. Δεν έβλεπες χρώματα, παρά αυτό το ζαλιστικό night vision, με πράσινα φωτάκια που έσπερναν θάνατο. Όλα γίνονταν τόσο γρήγορα, που αναρωτιόμουν αν ξεχώριζαν φίλους από εχθρούς. Desert Storm και τα μυαλά στην άμμο. Ποια Santa Barbara και Τόλμη και Γοητεία..; Αυτά ήταν για superficial κατανάλωση. Πόλεμος. Live. Με χάρτες, υπερωκεάνια, πυραύλους, νεκρούς, μα κυρίως δίχως ίχνος δισταγμού. Λες κι ο πόλεμος είχε καθαγιαστεί στο βαρέλι με το άγιο μπρεντ. Κι έτσι ήταν. Καλό/κακό ήταν ξεκάθαρο. Άσπρο/μαύρο. Δεν πουλούσε αμφιβολία το σιενεν. Μόνο φρέσκο, just and justified πόλεμο.

 Ήμασταν με την σωστή πλευρά της ιστορίας, που λέει και το εγχώριο τσίρκουλο. 




Τρίτη 9 Μαρτίου 2021

Η χοντρή κυρία

 



Ήταν τα μάτια μου τόσο βαριά.  Ποιος θα μου το 'λεγε πως η θλίψη ήταν η χοντρή κυρία που θα είχε τον τελευταίο λόγο;! 
Με το δόρυ της τρυπούσε τις κόγχες μου και τρύπωνε στο κενό μου. Δεν άντεχα να κρυφτώ.  Δεν υπήρχε σπιθαμή που να μην είχε ξεχειλίσει από το θλιβερό της λίπος.  Χυνόμουν πάνω στη μπάρα,  μέσα στο ποτό μου, σκορπιζόμουν σαν επιδημία, κολλούσα στις σόλες ανυποψίαστων θαμώνων που φτύναν τον κόρφο τους και μ' αποστρέφονταν, πετώντας αλάτι στην πληγή μου. Δεν με ένοιαζε.  Έτσι, γυμνή,  μια δημόσια προσβολή,  μια καρδιακή ανεπάρκεια... δεν παραστέκονται οι άνθρωποι στο εξόφθαλμο. Προτιμούν όσα υποψιάζονται. Κυρίως τα ανύπαρκτα.
 Τί να ρωτήσεις τη θλίψη;  πως να βαδίσεις στα νερά της χωρίς να βουλιάξεις; κι αν σε τραβήξει απ' τα μαλλιά;  κι αν σου αφήσει σημάδι; κι αν σου περάσει τον χαλκά, παρθένα νύφη;  ποιος Ορφέας θα νανουρίσει το τέρας;
Δεν απομέναν και πολλά,  μονάχα ένα.  Γλίστρησα στο καταφύγιο της σάρκας,  σε εκείνη τη λεπτή φλούδα που σκεπάζει το ηφαίστειο με στάχτη.  Δόθηκα αμαχητί σε άνυδρα δάση, με σκιές, παχιές σαν κι αυτήν, αδιαχώριστες απ' το σκοτάδι.
Ήταν τα μάτια μου τόσο βαριά.  Ποιος θα μου το 'λεγε πως η θλίψη ήταν η χοντρή κυρία που θα είχε τον τελευταίο λόγο;!



Τετάρτη 25 Ιουλίου 2018

«Όσσ’ έλομεν λιπόμεσθα, όσ’ ουχ έλομεν φερόμεσθα»




Στους πράσινους βλαστούς του ολανθιστου, βαθύσκιου πεύκου 
ως πρώτα, καθιστός,  τραγούδια δεν θα ψάλλεις πλέον 
- με τα λεπτά τα πόδια σου χτυπώντας τα φτερά σου -
τερπνότερα κι απ' ό,τι στους βοσκούς η λύρα ηχούσε.
Σ' έχουν του δρόμου τα μυρμήγκια, ω τζίτζικα, σκοτώσει
κι απρόοπτα τώρα οι πτυχές σ' έχουν τυλίξει του Άδη. 
Παράδοξον δεν είναι!  Από τους γρίφους των ψαράδων 
και ο Μαιονίδης, ο άνακτας των ύμνων, δεν εχάθη; 

Σημ. Μαιονίδης είναι ο Όμηρος.
Αρχίου, επιτύμβιο επίγραμμα 

Τετάρτη 20 Ιουνίου 2018

Μια περιέργεια κβαντική



Υπάρχει μια ζωή που δεν έζησα,
και που έχει ξυπνήσει
Αναίτια.
...και απειλεί να με καταπιεί
δίχως συναίσθηση.
...και απειλεί να με ανατινάξει
εκ των έσω
Αναίτια.
Σαν να ζητά εκδίκηση
για την μη εκδήλωση.
Μικρές λέξεις στην αρχή,
ονόματα,  πρόσωπα απρόσωπα,
άρπαγες,  αίμα και μια κατηφόρα.
Ντύθηκαν νοσταλγία
Αναίτια.
Ξεσηκώθηκαν να με ανατινάξουν
εκ των έσω.
Σαν μια περιέργεια κβαντική. 

Παρασκευή 23 Μαΐου 2014

Αντικατοπτρισμοί

15 χρονών παιδιά, πολύ μικρά για τα μεγάλα, πολύ μεγάλα για τα μικρά, ίσα που μας χώραγε το αμούστακο καλοκαίρι. Τα πρόωρα τακούνια έγερναν αδέξια την αφέλεια και δεξιά την επιτήδευση, μπάζοντας χαλίκια και άμμο στον γυμνό κοριτσόδρομο. Τα χάχανα προπορεύονταν βιαστικά, με την πονηρή διάθεση να επιστρέφει σαν ηχώ, απ 'το στόμα στο βλέμμα κι από εκεί κάπου αλλού.  

Στριμωχτήκαμε, σπρώξαμε, μετρηθήκαμε, όλες εκεί. Άντε, πότε θ' αρχίσει;
Μικρές πεταλίδες που θέλαν να πετάξουν, κολλήσαμε τα σώματα σε βράχο αναμονής. Το προαύλιο του σχολείου, νοτισμένο απ' τα κελεύσματα της θαλάσσιας αύρας, έτριζε τα δόντια του σα να 'χε φάει λεμόνι. Η πιο ανυπόμονη της παρέας είχε κάτσει στην άκρη του μυαλού της που πετάριζε δήθεν αδιάφορα προς την έξοδο κινδύνου. Το δεξί της μπράτσο, δεμένο στον κάβο της διπλανής της, έμοιαζε έτοιμο να ξεκολλήσει.
Μα τί ήρθαμε να κάνουμε; θα μας πάρει ο ύπνος. Πεινάω. Διψάω. Πάμε να φύγουμε.
Το μόνο που γνώριζα ήταν πως θα έπαιζε ένα μουσικό συγκρότημα. Τα "ποιος" και τα "τι" ήταν ερωτήσεις περιττές, χειμερινές, αποπνικτικές, σαν τα στενόχωρα ζιβάγκο.

Μια εύσωμη χαμογελαστή γυναίκα στάθηκε στο μέσον της σκηνής κι έκατσε κι η τελευταία σκόνη. Η ορχήστρα ξεχύθηκε στον αέρα κι από τους ήχους και τους στίχους γεννήθηκε ένας κόμπος που με έδεσε για πάντα, βυθίζοντας σαν άγκυρα τα τελευταία κομμάτια αφέλειας που επέπλεαν γύρω μου.                                              
Την επόμενη ώρα πάλευα στα αφρισμένα κύματα της μουσικής να συγκρατήσω όσους στίχους μπορούσα, μάταια. Είχα παρασυρθεί στον γύρο ενός άγνωστου, υπερπόντιου κόσμου. Με τράβηξαν κυριολεκτικά απ' τα μαλλιά για να επιστρέψω.
Πάμε να φύγουμε. Δεν ήταν ερώτηση. Δεν είχα κατάφαση.        
                
Τις ακολούθησα σιωπηλή το υπόλοιπο βράδυ, για να μην ξεχάσω. Ήθελα να τρέξω στο ημερολόγιό μου. Να του πω για τη Φάτα Μοργκάνα, τους πειρατές, το μαχαίρι και τον τυφώνα.
Κάτσαμε σε μια πιτσαρία, δίπλα στο κύμα που μουρμούριζε δίχως σκοπό. Δεν είχα όρεξη. Τρύπωνα γλάρους στο πλαστικό τραπεζομάντηλο, όταν την είδα με την άκρη του ματιού μου. Η Φάτα Μοργκάνα! και η μπάντα! έκατσαν στο διπλανό τραπέζι. Παρήγγειλα μια μακαρονάδα και κρεμάστηκα σα μούτσος απ' τα τεντωμένα ιστία των χειλιών τους, περιμένοντας να προδώσουν τους ήχους. Μάταια... Τους είχε καταβροχθίσει ο μικρόκοσμος του νησιού.

Κάτω απ' τα σκουριασμένα τσίνορα η ίσαλος γραμμή των ονείρων καταποντίστηκε από την άγρια πραγματικότητα.   
   
Το επόμενο μεσημέρι, με τον ήλιο να σβήνει τις τελευταίες σκιές της νύχτας, καθώς περίμενα στην αυλή τις μικρομέγαλες πεταλούδες να με φωνάξουν για να πάμε στην παραλία, κάποιος έπαιζε με τα κανάλια της τηλεόρασης στο εσωτερικό του σπιτιού. Σείστηκα. Όρμησα στο δωμάτιο. Στο τοπικό κανάλι είχε μαγνητοσκοπημένη τη συναυλία. Με τίτλους τραγουδιών, στιχουργών κι  ερμηνευτών αυτή τη φορά.  
Λυτρώθηκα. Καββαδίας. Το έγραψα νοερά στον τοίχο του μυαλού μου. Έδιωξα τις πεταλούδες με μια κίνηση που δεν άφηνε περιθώρια κι αφέθηκα.   

Πολλά χρόνια αργότερα, και λίγα πριν, ταξίδεψα πρώτη φορά στην Ύδρα. Οι φίλοι που με φιλοξενούσαν με ενημέρωσαν πως το βράδυ της άφιξής μου είχε μια συναυλία στην ταράτσα ενός μουσείου. Με το φεγγάρι να λούζει στεριά και θάλασσα, ο κόσμος του Καββαδία άστραψε στην υπαίθρια βραδιά, υπό την καθοδήγηση του Θάνου Μικρούτσικου και τη φωνή του Κούτρα. Κι ένοιωσα τα τακούνια μου να γέρνουν ξανά, λίγο αδέξια προς την αφέλεια, λίγο δεξιά προς την επιτήδευση. Δεν το ζόρισα.

 Έκτοτε, όποτε ακούω μελοποιημένους στίχους του Καββαδία, θυμάμαι γλυκά τη σκουριά του πυρετού που με έλουζε για χρόνια, όταν το φευγιό θέριευε μέσα μου κι ημέρευε μόνο στις στροφές της θάλασσας που ποτέ δε με δέχτηκε μα που πάντα με καλούσε.